- υδρονέφρωση
- η, Νιατρ. διάταση τής πυέλου και τών καλύκων τού νεφρού λόγω κατακράτησης ούρων που οφείλεται σε απόφραξη των ουροφόρων οδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydronephrose (< υδρ[ο]-* + νέφρωση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
υδρόνεφρος — ο, και υδρόνεφρο, το, Ν ιατρ. υδρονέφρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) + νεφρός] … Dictionary of Greek